Leading στα ελληνικά

Μετάφραση: leading, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφαίος, ηγετικός
Leading στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antisepsis στα ελληνικά - αντισηψίας, αντισηψία, είναι εκτεταμένη, είναι εκτεταμένη από
  • built-in στα ελληνικά - ενσωματωμένο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένου
  • canines στα ελληνικά - κυνόδοντες, σκύλους, σκυλιά, κυνοδόντων
  • cassia στα ελληνικά - κάσσια, Cassia, κασσίας, κασσία, κάσσιας
Τυχαίες λέξεις
Leading στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφαίος, ηγετικός