Λέξη: μικροσκόπιο

Σχετικές λέξεις: μικροσκόπιο

μικροσκόπιο ανακάλυψη, μικροσκόπιο bresser, μικροσκόπιο σάρωσης σήραγγας, μικροσκόπιο τσέπης 60x - 100x, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης, μικροσκόπιο τσέπης, μικροσκόπιο αντίθεσης φάσεων, μικροσκόπιο usb, μικροσκόπιο για παιδιά, μικροσκόπιο φθορισμού

Μεταφράσεις: μικροσκόπιο

μικροσκόπιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
microscope, microscopy, a microscope, the microscope, microscopic

μικροσκόπιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
microscopio, microscopio de, el microscopio, del microscopio, de microscopio

μικροσκόπιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, Mikroskop, Mikroskops

μικροσκόπιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
microscope, microscope à, microscopie, au microscope

μικροσκόπιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
microscopio, microscopio a, il microscopio, del microscopio, al microscopio

μικροσκόπιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
microfone, microscópio, microscópio de, microscopia, de microscópio, do microscópio

μικροσκόπιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
microscoop, de microscoop, microscope, loep, microscopisch

μικροσκόπιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
микроскоп, микроскопа, микроскопом, микроскопе

μικροσκόπιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskopet, mikroskop for

μικροσκόπιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskopet, mikroskop för

μικροσκόπιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mikroskooppi, mikroskoopilla, mikroskoopin, mikroskooppia, mikroskoopissa

μικροσκόπιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskopet, lup

μικροσκόπιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, drobnohled, mikroskopu, mikroskopem, microscope

μικροσκόπιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskopu, mikroskopem, microscope

μικροσκόπιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mikroszkóp, mikroszkóppal, mikroszkópot, mikroszkópos, mikroszkópon

μικροσκόπιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskobu, mikroskopu, bir mikroskop, mikroskopun

μικροσκόπιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мікроскоп, микроскоп, Мікроскопи

μικροσκόπιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mikroskopi, mikroskop, Mikroskopi, mikroskop të, Mikroskopi i

μικροσκόπιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
микроскоп, микроскопа, микроскопско, микроскопски

μικροσκόπιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мікраскоп

μικροσκόπιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mikroskoop, mikroskoobi, mikroskoobiga, mikroskoopi, mikroskoobis

μικροσκόπιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskopom, mikroskopa, microscope, mikroskop za

μικροσκόπιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smásjá, smásjá við, smásjár

μικροσκόπιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mikroskopas, mikroskopu, mikroskopo, mikroskopą

μικροσκόπιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mikroskops, mikroskopu, mikroskopa, microscope, ar mikroskopu

μικροσκόπιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
микроскоп, микроскопот, на микроскоп, микроскопски, микроскоп за

μικροσκόπιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
microscop, microscopului, microscopul, microscop cu, la microscop

μικροσκόπιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskopom, mikroskopa, mikroskopska, microscope

μικροσκόπιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mikroskop, mikroskopom, mikroskopu

Στατιστικά δημοτικότητας: μικροσκόπιο

Τυχαίες λέξεις