Λέξη: πεζοδρόμιο
Σχετικές λέξεις: πεζοδρόμιο
περιοδικό πεζοδρόμιο, πεζοδρόμιο στα αγγλικά, στο πεζοδρόμιο, πεζοδρόμιο αγγλικά, πεζοδρόμιο ταινια, πεζοδρόμιο 1962, ονειροκρίτησ πεζοδρόμιο, στο πεζοδρόμιο-παπακωνσταντίνου, πεζοδρόμιο english, πεζοδρόμιο ορισμόσ
Συνώνυμα: πεζοδρόμιο
λιθόστρωση, λιθόστρωτο
Μεταφράσεις: πεζοδρόμιο
πεζοδρόμιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pavement, sidewalk, paving, the sidewalk, the pavement
πεζοδρόμιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acera, banqueta, pavimento, la acera, vereda, aceras
πεζοδρόμιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bürgersteig, straßenpflaster, pflaster, gehsteig, gehweg, straßenbelag, Bürgersteig, Gehweg, Gehsteig, Steig
πεζοδρόμιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaussée, trottoir, trottoirs, le trottoir, un trottoir
πεζοδρόμιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marciapiede, lastricato, marciapiedi, sidewalk, marciapiede di
πεζοδρόμιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pavimente, pavimento, calçar, desconcentrar, calçada, passeio, sidewalk, calçadas
πεζοδρόμιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stoep, wegdek, bestrating, trottoir, plaveisel, voetpad, sidewalk, de stoep
πεζοδρόμιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
промывание, мостовая, тротуар, пол, панель, тротуаре, тротуара, тротуарная, тротуарной
πεζοδρόμιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortau, fortauet, fortaus, fortauskanten
πεζοδρόμιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trottoar, trottoaren, sidewalk, sidewalken
πεζοδρόμιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalkakäytävä, kävelytie, jalkakäytävällä, jalkakäytävän, sidewalk, jalkakäytävää
πεζοδρόμιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortov, fortovet, sidewalk
πεζοδρόμιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chodník, dláždění, dlažba, chodníku, chodníkové, dlažební, sidewalk
πεζοδρόμιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nawierzchnia, trotuar, bruk, chodnik, chodniku, sidewalk, chodnika, chodniczek
πεζοδρόμιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járda, járdán, járdáról, járdára
πεζοδρόμιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaldırım, sidewalk, kaldırımda, kaldırıma, bir kaldırım
πεζοδρόμιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долівка, долівку, хідник, тротуар, піл, підлога, полом, лан
πεζοδρόμιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trotuar, trotuari, trotuarëve, trotoar, trotuarit
πεζοδρόμιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тротоар, тротоара, тротоарно, тротоарна
πεζοδρόμιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тратуар, ходнік, ходнікі, тратуары
πεζοδρόμιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõnnitee, kõnniteel, kõnniteed, kõnniteele, ja kõnniteel
πεζοδρόμιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaldrma, pločnik, kolnik, trotoar, pločniku, pločnika, nogostup
πεζοδρόμιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gangstétt, fortó, stéttina, gangstéttinni
πεζοδρόμιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaligatvis, grindinys, šaligatvio, sidewalk, šaligatviu, potykacz
πεζοδρόμιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ietve, trotuārs, sidewalk, ietvju, ietves
πεζοδρόμιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тротоар, тротоарот, плочникот, плочник, тротоар во
πεζοδρόμιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trotuar, trotuare, pe trotuar, trotuar de, trotuarul
πεζοδρόμιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pločnik, pločnikov, pločniku, sidewalk, pločnika
πεζοδρόμιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chodník, chodník sa
Στατιστικά δημοτικότητας: πεζοδρόμιο
Τυχαίες λέξεις