Λέξη: πλήττω
Σχετικές λέξεις: πλήττω
πλήττω english, πραττω αρχαια, πλήττω σημασια, πλήττω λεξικο, πλήττω translate, πλήττω αντωνυμο, πραττω παραγωγα, πλήττω συνώνυμα, πλήττω αρχικοί χρόνοι, πλήττω σωσω
Συνώνυμα: πλήττω
κτυπώ, χτυπώ, προσκρούω, απεργώ, ξυλοκοπώ, κτυπώ με ρόπαλο, αναγκάζω
Μεταφράσεις: πλήττω
πλήττω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bore, bludgeon, bored
πλήττω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cansar, aburrir, mosca, horadar, taladrar, cachiporra, maza, garrote, porra, bludgeon
πλήττω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kaliber, langweilen, bohren, bohrung, Knüppel, Keule, bludgeon, Knüppeln
πλήττω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rencontrer, naquis, naquit, forage, acabit, sondage, ennuyer, vrille, embêter, forer, aléser, percer, trou, endormir, scie, calibre, matraque, massue, gourdin, bludgeon, assommoir
πλήττω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
buco, annoiare, mazza ferrata, randello, bludgeon, mazza, manganello
πλήττω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perfurar, aborrecer, furar, brocar, furo, enfadar, entediar, verruma, cacete, clava, moca, bludgeon, porrete
πλήττω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanboren, vervelen, vermoeien, tegenstaan, ergeren, knuppel, ploertendoder, bludgeon, knots, knuppel in
πλήττω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рассверлить, надоедать, пробуравить, просверливать, высверливать, бурить, обрыднуть, тоска, буравить, скука, пробурить, хандра, бор, высверлить, отверстие, надоесть, дубинка, дубинкой, кистень, дубинки, дубина
πλήττω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjede, bore, bludgeon
πλήττω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borra, bludgeon, bludgeonen, påk, klubba
πλήττω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näveri, porata, kaliiperi, nävertää, ikävystyttää, kestivät, kesti, tuki, nuijia, pamputtaa, nuija, lyödä, pakottaa jhk
πλήττω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bore, kølle, knippelsuppe
πλήττω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrtat, vyvrtat, provrtat, nuda, vrtání, nudit, vrt, klacek, bít holí
πλήττω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nudziarstwo, nudzić, nawiercić, wiercić, świdrować, nudziarz, dziurawić, wiercenie, zanudzać, zamęczać, odwiercić, otwór, niedźwiedź, odwiert, drążyć, pałka, maczuga, bludgeon, jak maczuga
πλήττω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bunkósbot, bludgeon, megver, megbotoz
πλήττω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sopa, bludgeon, cop, sopalamak, coplamak
πλήττω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діра, свердловина, бор, нудьга, набриднути, кийок, палиця, дубинка
πλήττω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çomange, qëlloj me çomange
πλήττω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
калибър, сопа, сопата, бия със сопа
πλήττω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дубінка, дручок, доўбня, бамберыў
πλήττω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puurima, buur, tüdimus, tõusulaine, nui, Nuijia, Pamputtaa, kettnui, Nuija
πλήττω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bušotina, kalibar, podnošen, batina, batinati
πλήττω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bora, borjárn, bludgeon
πλήττω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuoka, mušti kuoka, mušti vėzdu, brūklys, Mušti Dubingių
πλήττω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalibrs, runga, nūja, sist ar nūju
πλήττω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопа
πλήττω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calibru, măciucă, bludgeon, ciomag, amenința, lovi cu măciuca
πλήττω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nudit, Batina, Batinati
πλήττω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nuda, klacek, palicu, palička, stick
Τυχαίες λέξεις