Lease στα ελληνικά

Μετάφραση: lease, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκμίσθωση, μίσθωση, μίσθωσης, μισθωμάτων, μισθώσεως
Lease στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aerometer στα ελληνικά - αερόμετρο, μετρητής αερίου
  • alloying στα ελληνικά - κράματος, κραματοποίησης, κραματοποίηση, του κράματος, κραματικά
Τυχαίες λέξεις
Lease στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκμίσθωση, μίσθωση, μίσθωσης, μισθωμάτων, μισθώσεως