Lend στα ελληνικά

Μετάφραση: lend, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω
Lend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acquisitive στα ελληνικά - άπληστος, κτητικός
  • assiduous στα ελληνικά - ενδελεχής, επιμελής, εργατικός
  • capacity στα ελληνικά - χωρητικότητα
Τυχαίες λέξεις
Lend στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω