Λέξη: πραγματικός

Σχετικές λέξεις: πραγματικός

πραγματικός πληθυσμός 2001, πραγματικός πληθυσμός, πραγματικός χάρτης αεροπλάνων, πραγματικός δικαιούχος, πραγματικός χρόνος αεροπλάνων, πραγματικός φίλος, πραγματικός πληθυσμός 2011, πραγματικός χρόνος πλοιων, πραγματικός πληθυσμός απογραφής 2011, πραγματικός αριθμός

Συνώνυμα: πραγματικός

έμπρακτος, ρεαλιστικός, αληθής

Μεταφράσεις: πραγματικός

πραγματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
factual, actual, veritable, real, effective, true, a real

πραγματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
actual, verdadero, efectivo, real, verdadera, reales, de bienes

πραγματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wahrhaft, echt, wahr, regelrecht, ausgesprochen, wirklich, sachlich, tatsächlich, sehr, real, echte

πραγματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
très, naturel, factuelle, positif, factuel, efficace, objectif, vrai, actuel, fin, authentique, concret, substantiel, contemporain, réel, véritable, réelle, vraie

πραγματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autentico, attuale, reale, effettivo, vero, real, vera, reali

πραγματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
muito, efectivo, real, verdadeiro, verdadeira, reais

πραγματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
feitelijk, echt, heel, reëel, effectief, werkelijk, erg, zeer, terdege, daadwerkelijk, eigenlijk, waar, echte, real

πραγματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нынешний, заправский, реальный, неподвижный, информативный, весьма, фактичный, фактический, действительно, недвижимый, истинный, действительный, несомненный, вещественный, теперешний, современный, реального, реальном, реальной, настоящий

πραγματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
saklig, faktisk, ekte, sann, real, virkelige, virkelig, reell

πραγματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nuvarande, real, verklig, äkta, autentisk, reell, verkliga, riktig, riktiga

πραγματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perin, varsinainen, sangen, oikein, hyvin, varsin, ajankohtainen, kovin, oikea, tosiasiallinen, esineellinen, todellinen, tosi, aito, real, todellista, todellisia, todella

πραγματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egentlig, rigtig, sand, virkelig, ægte, real, reel, virkelige, fast, reelle

πραγματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přirozený, autentický, upřímný, skutečný, věcný, podstatný, současný, pravý, reálný, dosavadní, pravdivý, faktický, nynější, účinný, opravdový, efektivní, reálném, v reálném, real

πραγματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawdziwy, konkretny, współczesny, istny, realny, faktyczny, bezwzględny, rzeczywisty, realnie, naturalny, rzeczowy, real, rzeczywistym

πραγματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
real, igazi, valódi, valós, tényleges

πραγματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asıl, gerçek, pek, gerçekten, çok, gerçek bir, reel, real

πραγματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
правдоподібність, поточний, нераціонально, реальний, фактичний, сучасний, справжній, реальне, реальна

πραγματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
real, patundshme, vërtetë, të patundshme, reale

πραγματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реален, истински, недвижими, за недвижими, агенции за недвижими

πραγματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэальны, сапраўдны

πραγματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegelik, tõene, reaal, aktuaalne, tõeline, päevakajaline, faktiline, otsesõnu, reaalne, päris, reaalse

πραγματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
faktičan, stvarane, nepokretan, istinit, istinski, stvaran, pravog, aktualni, pravi, realan, pravo, real, stvarnom, u stvarnom, stvarni

πραγματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sannur, raunverulegur, ekta, alvöru, raunveruleg, raunverulegt, raunverulega

πραγματικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
verus

πραγματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
autentiškas, labai, tikras, nekilnojamasis, realus, nekilnojamojo, realaus

πραγματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īsts, autentisks, faktisks, ļoti, reāls, nekustamā, reālā, nekustamo

πραγματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вистински, реално, реални, вистинска, реалниот

πραγματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adevărat, autentic, real, foarte, reală, reale, reala, imobiliare

πραγματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aktuální, konkrétní, real, pravi, realnem, resnična, realna

πραγματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
realitní, pravý, faktický, skutočný, skutočného, skutočné, skutočným, skutočne

Στατιστικά δημοτικότητας: πραγματικός

Τυχαίες λέξεις