Lichen στα ελληνικά

Μετάφραση: lichen, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειχήνες, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας
Lichen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adopts στα ελληνικά - υιοθετεί, εκδίδει, εγκρίνει, θεσπίζει, εκδώσει
  • amiably στα ελληνικά - αξιέραστα, ευγενικά, φιλικά, μας φιλικά
  • bequeathing στα ελληνικά - κληροδοτώντας
  • boundlessness στα ελληνικά - απεραντοσύνη
Τυχαίες λέξεις
Lichen στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειχήνες, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας