Λέξη: ναυλώνω
Συνώνυμα: ναυλώνω
παραχωρώ προνόμιο
Μεταφράσεις: ναυλώνω
ναυλώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
charter
ναυλώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fletar, carta, alquiler, charter, chárter
ναυλώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freibrief, urkunde, befrachtung, charta, chartern, Charta, Urkunde, charter
ναυλώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
privilège, affréter, bail, louer, affrètent, prérogative, affrétez, affrètement, affrétons, charte, charter, la Charte, Charte de, Charte des
ναυλώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
statuto, carta, noleggio, noleggiare, Charter, charter di
ναυλώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fretar, fretamento, alvará, charter, carta patente
ναυλώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handvest, vrachtcontract, charter, huren, chartervluchten
ναυλώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зафрахтовать, патент, привилегия, статут, чартер, хартия, устав, Устава, чартерных, уставный
ναυλώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leie, charter, charterturer, charteret
ναυλώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
charter, stadga, stadgan
ναυλώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuokraus, ottaa, peruskirja, perustamiskirja, vuokrata, charter, toimilupa, peruskirjan
ναυλώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
charter, chartring, chartret, charteret, chartrets
ναυλώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výsada, najmout, nájem, privilegium, charta, listina, charter, pronájem, charterová
ναυλώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karta, czarter, wynajmować, wynajem, frachtować, przywilej, zafrachtowanie, zakontraktowanie, uprzywilejowanie, czarterowanie, statut, statek, czarterowy, czarterowych
ναυλώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
statútum, hajóbérlet, különjárat, alapszabály, charter, Charta, Chartája
ναυλώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kiralamak, tüzük, kiralama, Şartı, çarter, charteri
ναυλώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фрахтувати, хартія, патент, зафрахтувати, статут, чартер, чартерні
ναυλώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kartë, kartës, Karta, statuti, çarter
ναυλώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
устав, харта, чартър, чартърни, чартърен
ναυλώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чартар, чартэр
ναυλώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigus, põhikiri, harta, charter, tellimuslendude, hartat
ναυλώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
darovnica, darovnicu, dokument, povlastica, čarter, povelja, charter, Povelju, jahti
ναυλώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leiguflug, skipulagsskrá, Stofnskrá, Charter, stofnsáttmáli
ναυλώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
chartija, chartijoje, chartiją, Charter, chartijos
ναυλώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
harta, hartu, charter, čartera
ναυλώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повелба, повелбата, статутот, чартер
ναυλώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cartă, charter, carte, navlosire, Carta
ναυλώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
listina, charter, čarter, zakup, turizem
ναυλώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
listina, charta, charty, chartu, charte
Τυχαίες λέξεις