Liquidate στα ελληνικά
Μετάφραση: liquidate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adrenaline στα ελληνικά - αδρεναλίνη, αδρεναλίνης, η αδρεναλίνη, την αδρεναλίνη, της αδρεναλίνης
- bemoaning στα ελληνικά - θρηνούν, θρηνεί, θρηνεί για, θρηνώδης
- berates στα ελληνικά - επιτιμά, επιπλήττει, κατηγορεί, επιπλήττει την
- blue-blooded στα ελληνικά - γαλαζοαίματος, γαλαζοαίματων
Τυχαίες λέξεις
Liquidate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση