Λέξη: κόρα

Σχετικές λέξεις: κόρα

κόρα μουσικό όργανο, κόρα κάρμακ, ταΐτι κόρα, κόρα καρβούνη, κόρα καρβούνη βιογραφικό, κόρα καρβούνη jace, κόρα ψωμιού, κόρα σκίνερ, κόρα καρβούνη ευρυδίκη, κόρα μαίη

Συνώνυμα: κόρα

κρούστα, φλοιός, καύκαλο, κατακάθια, πέτσα

Μεταφράσεις: κόρα

κόρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crust, crusts, the crust, crust of

κόρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
costra, corteza, la corteza, corteza de, masa

κόρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frechheit, brotrinde, kruste, dreistigkeit, unverschämtheit, rinde, impertinenz, Kruste, Rinde, Krusten, Erdkruste

κόρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abaisse, effronterie, pelure, insolence, enduit, peau, écorce, impertinence, coquille, écaille, carapace, test, croûte, impudence, coque, la croûte, croute, croûte de

κόρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crosta, crosta di, la crosta, della crosta, crust

κόρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crosta, côdea, massa, crosta de, a crosta

κόρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korst, aardkorst, de korst, crust, korst van

κόρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
панцирь, наглость, щит, корка, осадок, кора, горбушка, корочка, коры, корку

κόρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skorpe, crust, skare, skorpen

κόρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skorpa, skorpan, jordskorpan, crust

κόρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hävyttömyys, rupi, kamara, hanki, julkeus, kuori, crust, kuoren, viimeistelemättömät

κόρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skorpe, skorpen, crust

κόρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povlak, kůrka, skořápka, krunýř, slupka, kůra, krustat, crust, kůry, krusta

κόρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strup, kora, powłoka, skorupka, skorupa, skórka, crust, skorupy, ciasto

κόρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kéreg, crust, héja, utáncserzett, kérge

κόρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabuk, kabuğu, crust, kabuğunun, kabuğun

κόρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кірка, осадок, осад, панцир, щит, кора, скорина

κόρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korr, kore, korja, korja e, kore e, dregëz

κόρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корка, кора, коричка, кората, втвърден

κόρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кара, кора

κόρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kooruke, koorik, maakoor, kooriku, maakoore, koor

κόρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kora, kore, korica, crust, kori

κόρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skorpu, jarðskorpan, jarðskorpuna, lausnarskurnin

κόρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crusta

κόρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kampas, žievė, pluta, plutelė, šašas, duonos kampas

κόρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garoza, garozu, miecētas un žāvētas, garoziņu, kreveļu

κόρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кора, кората, корка, корче

κόρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insolenţă, crustă, crusta, scoarța, crustei, scoarta

κόρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
crust, skorja, skorjo, skorje, skorji

κόρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kôra, kúra, šupy, kôry
Τυχαίες λέξεις