Medium στα ελληνικά
Μετάφραση: medium, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτριος, μεσαίος, μέσον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- additively στα ελληνικά - προσθετικά, αθροιστικά, προσθετικώς
- bondholder στα ελληνικά - κάτοχος ομολογίας, ομολογιούχος, Ομολογιούχο, Ομολογιούχου
- cardboard στα ελληνικά - χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που
Τυχαίες λέξεις
Medium στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτριος, μεσαίος, μέσον
Μεταφράσεις: μέτριος, μεσαίος, μέσον