Λέξη: πρόσκοπος

Σχετικές λέξεις: πρόσκοπος

πρόσκοπος του κόσμου, τελευταίος πρόσκοπος, πρόσκοπος έθνους, πρόσκοπος με το ζορι, πρόσκοπος στα αγγλικα, ο πρόσκοπος

Συνώνυμα: πρόσκοπος

ανιχνευτής, κατάσκοπος

Μεταφράσεις: πρόσκοπος

πρόσκοπος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scout, boy scout, Scouting, a scout, Scouting was

πρόσκοπος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
explorar, descubridor, explorador, ojeador, cazatalentos, escucha, explorador de

πρόσκοπος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pfadfinder, aufklärer, kundschafter, Späher, Kundschafter, Pfadfinder, Scout

πρόσκοπος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
explorer, quêter, rechercher, sentinelle, scout, éclaireur, du Scoutisme, scouts, dépisteur

πρόσκοπος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricognitore, esploratore, Scout, responsabile sopraluoghi, osservatore, sopraluoghi

πρόσκοπος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escoteiro, batedor, explorador, escuteiro, olheiro

πρόσκοπος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schildwacht, verkenner, padvinder, Scout, verspieder, de Verkenner, verkenner van

πρόσκοπος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
караул, пренебрегать, разыскивать, скаут, лазутчик, разведывать, бой-скаут, разведка, слуга, дозорный, бойскаут, часовой, разведчик, Scout, разведчика, разведчиком

πρόσκοπος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
speider, scout, speideren

πρόσκοπος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
scout, spana, spanar

πρόσκοπος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
opas, vartija, partiolainen, tiedustelija, scout, partiolaisten, kykyjenetsijä

πρόσκοπος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spejder, Scout, talentspejder

πρόσκοπος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skaut, zvěd, pátrat, průzkumník, scout, skautské

πρόσκοπος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skaut, druh, wyśmiewać, lekceważyć, badać, rozpoznanie, harcerz, wywiadowca, zwiadowca, scout

πρόσκοπος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cserkész, felderítő, Scout, felderítője, cserkészet

πρόσκοπος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izci, keşif, avcısı, yetenek avcısı, gözcü

πρόσκοπος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слуга, нехтувати, скаут, розвідник

πρόσκοπος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skaut, Scout, informator, zbulues, skautëve

πρόσκοπος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разведрим, разузнавач, Скаут, Съгледвач, скаут на

πρόσκοπος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разведчык, выведнік, разьведчык

πρόσκοπος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsija, luuraja, skaut, scout, skaudilaagrid, talendiotsija

πρόσκοπος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izviđati, izvidnik, izviđač, služitelj, skaut, Scout, broj Scout, ID broj Scout

πρόσκοπος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Útsendari, Scout, skáti, lausu grjóti, skátarnir

πρόσκοπος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sargybinis, sargyba, skautas, žvalgas, talentų ieškotojas, geras žmogus, patarnautojas

πρόσκοπος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sargs, sardze, skauts, izlūks, Scout, skautu, skautam

πρόσκοπος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разузнавач, Извиднички, извидник, Scout, извидничка

πρόσκοπος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
santinelă, cercetaș, Scout, cercetas, căutător de, recunoaștere

πρόσκοπος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
scout, Skaut, izvidnik, skavt, odbiti s prezirom

πρόσκοπος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špeh, skaut
Τυχαίες λέξεις