New στα ελληνικά

Μετάφραση: new, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινούριος, νέος
New στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bashed στα ελληνικά - επικρίθηκε, άκουσαν, επικρίθηκε και
  • bottom-land στα ελληνικά - κάτω, κάτω μέρος, πυθμένα, βάση, πυθμένος
  • breeziness στα ελληνικά - δροσερότητα, κέφι
  • carotene στα ελληνικά - καροτένιο, καροτίνη, καροτενίου, καροτίνης, καροτένιου
Τυχαίες λέξεις
New στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινούριος, νέος