Λέξη: μίσχος
Σχετικές λέξεις: μίσχος
μίσχος σταφίδας, εγκεφαλικός μίσχος, μίσχος φυτού, δημήτρησ μίσχοσ, μίσχος στα αγγλικά, μίσχος ροδόπης, μίσχος φύλλου
Συνώνυμα: μίσχος
στέλεχος, κορμός, κοτσάνι, πρώρα πλοίου, δόρυ, λόγχη, κοντάρι
Μεταφράσεις: μίσχος
μίσχος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stem, peduncle, stalk, petiole, stem is
μίσχος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pie, caña, tema, tallo, vástago, tronco, madre, vástago de
μίσχος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hauptlinie, hauptzweig, halm, notenhals, stange, stiel, bug, Stiel, Stengel, Stamm, Stängel
μίσχος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pédoncule, jambette, fût, étancher, provenir, venir, tronc, radical, procéder, enrayer, tige, bloquer, arrêter, thème, pied, race, souches, la tige, tiges
μίσχος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gambo, fusto, asta, tronco, arginare, stelo, staminali, radice
μίσχος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tronco, boi, caule, haste, da haste
μίσχος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schacht, steel, stengel, boomstam, halm, stam, stamcellen, stuurpen
μίσχος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приостанавливать, соплодие, преграждать, форштевень, племя, происходить, штамб, ствол, черенок, нос, задерживать, чубук, возникать, рукоятка, стебель, стержень, стволовых, шток, стволовые
μίσχος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stilk, stengel, stem, stammen, Spindel
μίσχος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stam, stjälk, stammen, skaftet, skaft
μίσχος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korsi, varsi, suku, piipunvarsi, oksa, varren, kantasolujen, karan
μίσχος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stamme, stilk, stængel, stamceller, stilken, stammen
μίσχος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lodyha, pocházet, stonek, peň, řapík, stopka, kmen, zastavit, nožička, kmenových, vřetene, dřík
μίσχος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspornik, temat, tamować, pochodzić, cybuch, szypułka, szyjka, hamować, wstrzymywać, wynikać, ogonek, wywodzić, przeciwstawiać, łodyga, dziobnica, trzon, rdzeń, macierzystych, trzpień, trzpienia
μίσχος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kocsány, nemzetség, szár, őssejtek, szárat, szára, őssejt
μίσχος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kök, sapı, sap, gövde, stem
μίσχος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роде, затримувати, плем'я, стебло, стовбур, ніс, стебла
μίσχος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
temë, kërcell, rrjedhin, burimore, staminale, embrionale
μίσχος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стебло, ствол, стволови, стъбло, на стволови
μίσχος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ствол, нага, сцябло, сцябліна, стебель
μίσχος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tüvi, vöörtääv, vars, varre, tüvirakkude, varras
μίσχος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
deblo, držak, kalem, stablo, pramac, stabljika, matičnih, stručak, cijev
μίσχος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stilkur, stofnfrumna, stofnfrumuígræðslu, stofnfrumustofhsins í, stofnfrumustofhsins
μίσχος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiebas, kotas, kamieninių, kamienas, stiebo
μίσχος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kāts, stumbrs, stublājs, cilmes, stumbra, mātes
μίσχος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стем, матични, матичните, стеблото, на матични
μίσχος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tulpină, tijă, stem, tijei, tulpina
μίσχος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
steblo, izvornih, stebla, matičnih, zarodnih
μίσχος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stonka, stonku, stonky, stopka