Occasional στα ελληνικά

Μετάφραση: occasional, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σποραδικός, περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, περιστασιακών
Occasional στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absolute στα ελληνικά - απόλυτος
  • bona-fide στα ελληνικά - καλόπιστων, καλή τη πίστει, καλόπιστες, καλή τη πίστη, καλής πίστεως
  • breathlessness στα ελληνικά - δύσπνοια, λαχάνιασμα, δύσπνοιας, δυσκολία στην αναπνοή, η δύσπνοια
Τυχαίες λέξεις
Occasional στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σποραδικός, περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, περιστασιακών