Λέξη: υφαντής

Σχετικές λέξεις: υφαντής

υφαντής αθανάσιος, υφαντής θέρμανση, υφαντής δημήτρης, υφαντής υδραυλικά, υφαντής άλογο, υφαντής γιάννης, υφαντής δημήτρης (καίγομαι & σιγολιώνω), υφαντής παναγιώτης, υφαντής αλλαντικά, υφαντής λεωνίδας δικηγόρος αγρίνιο

Μεταφράσεις: υφαντής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
weaver, Ifantis, woven, Yfantis
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tejedor, tejedora, tejedor de, del tejedor, weaver
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weber, Weber, weaver, Weberin
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tisserand, tisseur, tisserande, weaver, tisseuse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tessitore, Weaver, tessitrice, del tessitore, tessitore di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tecelão, Weaver, tecelã, do tecelão, tecedor
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wever, weaver, wever van, de Wever, De Wever van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ткач, ткачиха, Уивер, Weaver, ткача
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vever, weaver, veveren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vävare, weaver, vävaren, väverskan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kankuri, kutoja, Weaver, kutojille, kankurin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
væver, Weaver, væveren, af væver, væverske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tkadlec, weaver, tkalcem, tkadlena, snovač
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tkacz, denko, tkaczka, Weaver, tkaczem, tkacza
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
takács, Weaver, szövő, szövőmadár, takácsok
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dokumacı, weaver, bir dokumacı, dokuyan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ткав, ткач
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tekstillist, weaver, endës, në vek, vek
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъкач, Уивър, Weaver, Уийвър, тъкачка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ткач
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuduma, kude, kuduja, kangur, Weaver, siidikuduja, kangrupoom
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tkač, tkalac, Weaver, Weaver je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Weaver
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
audėjas, Weaver, audėja, audėjos, audėjo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
audējs, audēja, Audējas, audējputns, Weaver
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ткајачот, Weaver, ткајач, кросно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţesător, țesător, Weaver, țesătoare, tesator, Weaver a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tkalec, weaver, Tkalac, weaver se
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tkáč, Tkadlec, Weaver

Στατιστικά δημοτικότητας: υφαντής

Τυχαίες λέξεις