Λέξη: μεταναστεύω

Συνώνυμα: μεταναστεύω

ταξιδεύω με βωδάμαξαν, ταξιδεύω βραδέως, αποδημώ, ξενιτεύομαι, μετεμψυχούμαι

Μεταφράσεις: μεταναστεύω

μεταναστεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
migrate, trek, transmigrate, immigrate, emigrate

μεταναστεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emigrar, excursión, Trek, caminata, viaje

μεταναστεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abwandern, wandern, transportieren, übertragen, Treck, Wanderung, Trek, Trekking

μεταναστεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transplanter, migrer, randonnée, Trek, trekking, périple

μεταναστεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emigrare, trekking, Trek, migrazione, percorso, camminata

μεταναστεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emigrante, migre, viagem, Trek, caminhada, jornada nas, jornada

μεταναστεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rondreizen, rondtrekken, trekken, trektocht, tocht, trekking, trek, Wikia

μεταναστεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кочевать, перекочевывать, мигрировать, передвигаться, переселяться, перемещаться, путешествие, переход, Trek, поход, Трек

μεταναστεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flytte, trek, vandringen, slit

μεταναστεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trek, vandring, vandringen, färden

μεταναστεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaeltaa, siirtyä, vaellus, Trek, vaelluksen, retki

μεταναστεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trek, tur, vandretur, vandring, turen

μεταναστεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přenést, cestování, túra, trek, Treku

μεταναστεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
migrować, wędrować, koczować, przejść, przesiedlać, Trek, wędrówka, wędrówki, trekking, wyprawa

μεταναστεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vándorlás, Trek, utazás ökrösszekéren, ökröss

μεταναστεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göçmek, trek, Yolu, bir trek, Uzay Yolu

μεταναστεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мігруючий, переселенець, перелітний, подорож, мандрівку, мандрівка

μεταναστεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëtim, Trek, udhëtim të

μεταναστεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дълго и мъчително пътуване, Трек, Trek, мъчително пътуване, и мъчително пътуване

μεταναστεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падарожжа, вандраванне, вандроўку, вандроўка

μεταναστεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
migreerima, vaevaline rännak, trek, Treki, trekking

μεταναστεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
seliti, odletjeti, seoba, Trek, putovati, trekinga, Obiđite

μεταναστεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Trek, gangan, Ferðastu

μεταναστεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kelionė, Trek, žygį, ilgas kelias

μεταναστεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārcelties, pārcelšanās, pārgājiens, trek

μεταναστεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возењето, патека, Ѕвездени, Trek, Трек

μεταναστεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trek, calatorie, calatorie de

μεταναστεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trek, treking, pohod, steze, pohodom

μεταναστεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cestovanie, cestovania, cestovaní, Putovanie, Cestovanie a
Τυχαίες λέξεις