Occupant στα ελληνικά

Μετάφραση: occupant, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοχος, ένοικος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο
Occupant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alp στα ελληνικά - αίρ, ΑΙ_Ρ, της ALP, η ALP
  • atria στα ελληνικά - κόλποι, αίθρια, κόλπο, κόλπους, κόλπων
  • bear's-foot στα ελληνικά - bear's
  • censored στα ελληνικά - λογοκρίνονται, λογοκρίνεται, λογοκριμένη, λογοκρίθηκε, λογοκριθεί
Τυχαίες λέξεις
Occupant στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοχος, ένοικος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο