Occurrence στα ελληνικά

Μετάφραση: occurrence, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεγονός, περιστατικό, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
Occurrence στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allocate στα ελληνικά - αναθέτω, κατανέμω
  • aver στα ελληνικά - αποδεικνύω, πιστοποιώ
  • businessman στα ελληνικά - επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
Τυχαίες λέξεις
Occurrence στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεγονός, περιστατικό, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση