Λέξη: φύλαρχος

Σχετικές λέξεις: φύλαρχος

φύλαρχος blog, φύλαρχος εφημερίδα, ο φύλαρχος

Μεταφράσεις: φύλαρχος

φύλαρχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chieftain, tribal

φύλαρχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jefe, tribal, tribales, tribu, tribal de, tribal del

φύλαρχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
häuptling, Stammes-, Stammes, tribal, stammes

φύλαρχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chef, commandant, tribal, tribale, tribu, tribales, tribaux

φύλαρχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tribal, tribale, tribali, tribù

φύλαρχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tribal, tribais, tribal do, tribo

φύλαρχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stam-, stammen, tribal, tribale, stam

φύλαρχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предводитель, вожак, атаман, вождь, главарь, племенной, племенных, племени, племенные, племенная

φύλαρχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tribal, stamme, av tribal, Opprettet av tribal

φύλαρχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tribal, stam, stam-, stammar

φύλαρχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heimo-, tribal, heimojen, tribaali, heimon

φύλαρχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tribal, af tribal, stammeledere, stamme, stammefolk

φύλαρχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náčelník, velitel, vůdce, kmenový, kmenové, tribal, kmenová, domorodé

φύλαρχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wódz, herszt, plemienny, tribal, plemiennych, plemienne, plemiennej

φύλαρχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törzsi, a törzsi, tribal, törzsek, törzs

φύλαρχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabile, aşiret, tribal, kabilesel, kabileye ait

φύλαρχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отамане, керманич, ватажок, отаман, вождь, племінної, племінний, племінній, племінною, племінну

φύλαρχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fisnor, fisnore, fisnore dhe, fiseve, tribal

φύλαρχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
племенен, племенна, племенни, племенните, племенно

φύλαρχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
племянной, племянны, племянная, племянную

φύλαρχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pealik, juht, sugukonnavanem, hõimu-, tribal, hõimude, hõimu, hõimudevaheliste

φύλαρχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poglavica, starješina, plemenski, plemenskih, plemenske, tribal, plemenska

φύλαρχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ættar, ættbálka, ættbálkanna, Tribal, ættbálkum

φύλαρχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gentinis, Tribal, genties, genčių, gentinės

φύλαρχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilts, cilšu, tribal

φύλαρχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
племенски, племенска, племенските, племенската, племенскиот

φύλαρχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tribal, tribale, tribală, trib, tribala

φύλαρχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
náčelník, tribal, plemenski, plemenska, plemensko, plemenske

φύλαρχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náčelník, kmeňový, vlastného, vlastný, kmeňové, kmeňovým
Τυχαίες λέξεις