Λέξη: παρακεντώ

Μεταφράσεις: παρακεντώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tap, Parakente, punctured, is punctured
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grifo, Parakente
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
punktion, abstich, abzapfen, zapfhahn, abzweigung, anzapfung, klaps, zapfen, hahn, Parakente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
taper, forer, tirer, robinet, frapper, puiser, tape, tapoter, rencontrer, coq, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rubinetto, Parakente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torneira, bica, tanzânia, Parakente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tap, tapkraan, kraan, aanboren, Parakente
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отпайка, стукать, обстукивать, отверстие, пристукивать, перехватывать, простукать, набойка, подковка, затычка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kran, tapp, knacka, Parakente
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anella, urkkia, hana, sipaisu, napautus, vesihana, laatu, Parakente
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hane, Parakente
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kohoutek, klepnout, vybrat, plesknutí, poplácat, vypumpovat, klepat, kohout, čepovat, Parakente
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czerpać, pukać, podsłuch, kurek, gwintownik, zawór, stukać, opukać, odszpuntować, kran, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
menetfúró, Parakente
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбій, використанню, пробка, отвір, постукувати, Parakente
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кран, Parakente
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
punn, koputama, konts, Parakente
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slavina, Parakente
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krani, Parakente
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiaupas, kranas, Parakente
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Parakente
Τυχαίες λέξεις