Λέξη: βούτυρο
Σχετικές λέξεις: βούτυρο
βούτυρο καριτέ αγορά, βούτυρο θερμίδες, βούτυρο καριτέ, βούτυρο κλαριφιέ, βούτυρο κακάο, βούτυρο αμυγδάλου, βούτυρο κακάο νηστίσιμο, βούτυρο κερκύρας, βούτυρο γάλακτος, βούτυρο καρύδας
Μεταφράσεις: βούτυρο
βούτυρο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
butter, of butter, butter is
βούτυρο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mantequilla, manteca, la mantequilla, mantequilla de, de mantequilla
βούτυρο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
butter, Butter
βούτυρο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
beurre, beurrer, le beurre, du beurre, de beurre, beurre de
βούτυρο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
burro, il burro, burro di, di burro, del burro
βούτυρο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manteiga, manteiga de, a manteiga, de manteiga, da manteiga
βούτυρο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boter, de boter, van boter
βούτυρο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маслить, масло, маслобойка, коровий, масла, маслом, сливочное масло, сливочного масла
βούτυρο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smør, butter, smøret
βούτυρο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smör, smöret, smör som
βούτυρο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voi, voin, voita, voille
βούτυρο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smør, smoer, smørret, smør med
βούτυρο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
máslo, másla, máslem, máslová
βούτυρο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maścić, omasta, masło, masła, butter, masłem, mas
βούτυρο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vaj, vajat, vajra, a vaj, vajjal
βούτυρο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tereyağı, yağı, ezmesi, tereyağ, butter
βούτυρο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
масло, олія, олію
βούτυρο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjalpë, gjalpë i, gjalpin, gjalpe, gjalpi
βούτυρο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
масло, маслото, на масло, масло от
βούτυρο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
масло, алей, масла
βούτυρο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peagalööja, või, võid, võile, või-, võiga
βούτυρο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maslac, putar, maslo, maslaca, maslacem, maslac od, maslacu
βούτυρο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smjör, smjöri, smjörið, smjörs
βούτυρο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sviestas, sviesto, sviestą, sviestui
βούτυρο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sviests, sviestu, sviesta, sviestam
βούτυρο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
путерот, путер, путер од, маслото
βούτυρο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unt, untul, untului, unt de, de unt
βούτυρο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maslo, máslo, masla, maslom, maslu
βούτυρο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maslo, masla
Στατιστικά δημοτικότητας: βούτυρο
Τυχαίες λέξεις