Officiate στα ελληνικά
Μετάφραση: officiate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοροστατώ, ιερουργώ, εκτελώ χρέη, χοροστατήσει, διαιτητεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdomen στα ελληνικά - στομάχι, κοιλιά
- affinity στα ελληνικά - συνάφεια, έλξη, αγχιστεία
- aftermaths στα ελληνικά - επακόλουθά, τα επακόλουθά
- bone-setter στα ελληνικά - οστών, των οστών, οστού, οστό, οστά
Τυχαίες λέξεις
Officiate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοροστατώ, ιερουργώ, εκτελώ χρέη, χοροστατήσει, διαιτητεύσουν
Μεταφράσεις: χοροστατώ, ιερουργώ, εκτελώ χρέη, χοροστατήσει, διαιτητεύσουν