Λέξη: διάμετρος

Σχετικές λέξεις: διάμετρος

διάμετρος σελήνης, διάμετρος της γης, διάμετρος σωλήνων, διάμετρος ορισμός, διάμετρος πέους, διάμετρος δικτύου, διάμετρος κύκλου τύπος, διάμετρος δικτύου πεταλούδας, διάμετρος ηλιακού συστήματος, διάμετρος κύκλου

Συνώνυμα: διάμετρος

μετρητής, ενέχυρο, δείκτης, μέτρο, δείχτης

Μεταφράσεις: διάμετρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diameter, diameter of, diameter is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diámetro, de diámetro, diámetro de, el diámetro, diámetro del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diameter, durchmesser, Durchmesser, Messer, Durchmessers, Messers
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diamètre, de diamètre, un diamètre, le diamètre, diamètre de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diametro, di diametro, diametro di, del diametro, diametro del
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dialogar, diálogo, diâmetro, de diâmetro, diâmetro de, di�etro, diâmetro do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diameter, middellijn, diameter van, een diameter, doorsnede, een diameter van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поперечник, диаметр, поперечина, диаметром, диаметра, диаметре
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diameter, diameteren, diameter på
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diameter, diametern, en diameter
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
halkaisija, läpimitta, halkaisijaltaan, halkaisijan, läpimitaltaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diameter, diameteren, diameter på, en diameter
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průměr, průměru, o průměru, průměrem, Průmer
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
średnica, średnicy, średnicę, o średnicy, średnicą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átmérő, átmérőjű, átmérője, átmérőjének, átmérőjét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çap, çapı, çaplı, çapında, çapının
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діаметр, Диаметр
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diametër, diameter, diametri, me diameter, diametër të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диаметър, с диаметър, диаметър на, диаметъра
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыяметр
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diameeter, läbimõõt, läbimõõduga, diameetriga, läbimõõdu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
promjer, promjeru, dijametar, promjera
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þvermál, í þvermál, þvermáli, þvermálið, að þvermáli
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diametras, skersmuo, skersmens, skersmenį, diametro
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diametrs, diametru, diametra, diametram, diametrs ir
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијаметар, пречник, со дијаметар, дијаметарот, дијаметар од
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diametru, diametrul, diametrul de, cu diametrul, diametru de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
premer, premera, premerom, s premerom, premeru
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priemer, priemerom, priemeru

Στατιστικά δημοτικότητας: διάμετρος

Τυχαίες λέξεις