Λέξη: αποστέλλω
Σχετικές λέξεις: αποστέλλω
αποστέλλω ετυμολογια, αποστέλλω συνημμένα, αποστέλλω ή αποστέλλω, αποστέλλω λεξικο, αποστέλλω κλίση, αποστέλλω ή στέλνω, αποστέλλω κλίση ρήματος, αποστέλλω σημασια, αποστέλλω ορθογραφία, αποστέλλω χρόνοι, σας αποστέλλω
Συνώνυμα: αποστέλλω
στέλλω, πέμπω, στέλνω, επιβιβάζω, φορτώνω, παραδίδω, εμπιστεύομαι, διορίζω, επισπεύδω, φονεύω
Μεταφράσεις: αποστέλλω
αποστέλλω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consign, send, dispatch, depurate, despatch
αποστέλλω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enviar, enviaremos, enviará, envíe, mandar
αποστέλλω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
senden, schicken, Nachricht senden, senden Sie, zu senden
αποστέλλω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consignons, envoyer, consigner, transmettre, adresser, expédier, acheminer, consignez, remettre, repasser, confier, consignent, dépêcher, envoyer des, envoyez, parvenir, envoie
αποστέλλω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inviare, trasmettere, mandare, inviargli, inviargli il
αποστέλλω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consignar, enviar, envie, envia, enviá
αποστέλλω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sturen, verzenden, versturen, zenden, opsturen
αποστέλλω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предназначать, предавать, препоручить, назначить, назначать, отправить, передавать, передать, поручать, отправлять, поручить, послать, посылать, пошлите
αποστέλλω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sende, send, sender, slå, Ting
αποστέλλω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skicka, sända, skickar, Karta, Registrera
αποστέλλω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luovuttaa, lähettää, Lähetä, lähettämään, lähetettävä
αποστέλλω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sende, Send, sender, at sende
αποστέλλω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podat, svěřit, poslat, odeslat, zaslat, odevzdat, odeslání, posílat
αποστέλλω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powierzać, konsygnować, przesyłać, wysyłać, przekazywać, wysłać, przesłać, posłać, wysłać do
αποστέλλω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
küld, Levél, küldeni, küldjön, küldje
αποστέλλω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göndermek, gönderin, gönderebilirsiniz, gönderebilir, gönderme
αποστέλλω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
призначати, передати, відправити, зраджувати, послати, надіслати, Зв'язатися з підприємством, Зв'язатися, Зв'язатися з
αποστέλλω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dërgoj, dërgoni, dërguar, dërgojë, të dërguar
αποστέλλω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпращам, изпрати, изпратите, изпраща, изпратете
αποστέλλω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паслаць, журналістамі, журналістамі ў, з журналістамі, даслаць
αποστέλλω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saatma, loovutama, Kirjuta, saata, talle, saada
αποστέλλω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izručiti, uručiti, prenijeti, poslati, slati, slanje, pošaljite, pošalji
αποστέλλω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
senda, að senda, sent, sendu, sendir
αποστέλλω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siųsti, žinutę, siųsti žinutę, nusiųsti, išsiųsti
αποστέλλω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sūtīt, nosūtīt, Uzrakstīt, Piemiegt, nosūtītu
αποστέλλω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
испрати, пратете, испратите, испратат, испратете
αποστέλλω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trimite, trimiteți, a trimite, trimită, transmiteti
αποστέλλω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pošlji, poslati, pošljite, pošljete, pošiljanje
αποστέλλω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odoslať, Poslať, odosla, Pošlite, odoslanie
Στατιστικά δημοτικότητας: αποστέλλω
Τυχαίες λέξεις