Oppressive στα ελληνικά
Μετάφραση: oppressive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adjudicating στα ελληνικά - φορέας, φορέα, αναθέτων, αναθέτουσα, αναθέτοντα
- armless στα ελληνικά - χωρίς χέρια, άχειρας, χωρίς βραχίονες, εκδοχές χωρίς
- bisector στα ελληνικά - διαχωριστική γραμμή, διχοτόμος, διαχωριστική, διχοτόμο
Τυχαίες λέξεις
Oppressive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής
Μεταφράσεις: καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής