Participle στα ελληνικά

Μετάφραση: participle, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετοχή
Participle στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anxiously στα ελληνικά - αγωνία, με αγωνία, αγωνιωδώς, εναγωνίως, ανυπομονησία
  • boycotts στα ελληνικά - μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, εμπορικούς αποκλεισμούς, τα μποϊκοτάζ, μέτρα αποκλεισμού
Τυχαίες λέξεις
Participle στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετοχή