Λέξη: εγκλεισμός
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός ειδικη εκπαιδευση, εγκλεισμός αγγλικα, εγκλεισμός αμεα, εγκλεισμός σε ψυχιατρική κλινική, εγκλεισμός σε άσυλο
Μεταφράσεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
internment, encapsulation, confinement, incarceration, enclosure, imprisonment
εγκλεισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
internamiento, La encapsulación, encapsulación, El encapsulado, Encapsulamiento, de encapsulación
εγκλεισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
internierung, Verkapselung, Encapsulation, Kapselung, Einkapselung, Die Verkapselung
εγκλεισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
internement, encapsulation, l'encapsulation, encapsulage, d'encapsulation
εγκλεισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Encapsulation, incapsulamento, l'incapsulamento, di incapsulamento, Incapsulazione
εγκλεισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Encapsulation, encapsulamento, Encapsulação, A encapsulação, de encapsulamento
εγκλεισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkapseling, encapsulatie, inkapselen, Encapsulation, het inkapselen
εγκλεισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интернирование, Инкапсуляция, инкапсуляции, Encapsulation, Инкапсулирование, Капсулирование
εγκλεισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innkapsling, Encapsulation, kapsling, innkapslingen, Innkapslingstype
εγκλεισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Inkapsling, Inkapslings, Kapslings, Encapsulation, inkapsling
εγκλεισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
Kotelointi, Encapsulation, Kapselointi, kapseloinnin, Kotelomateriaali
εγκλεισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Indkapsling, Encapsulation, indkapslingen, Kapsling, Indkapslingsmateriale
εγκλεισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
internace, internování, zapouzdření, Encapsulation, Uzavření, Zátkovací, Enkapsulace
εγκλεισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
internowanie, hermetyzacja, enkapsulacja, Encapsulation, hermetyzacji, enkapsulacji
εγκλεισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
internálás, beágyazás, Encapsulation, kapszulázási, kapszulázáshoz, kapszulázás
εγκλεισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Enkapsülasyon, Encapsulation, Enkapsulasyon, Kapsüllemesi, kapsülleme
εγκλεισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтернування, інкапсуляція
εγκλεισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
encapsulation, inkapsulimin, encapsulation në
εγκλεισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Капсулирането, капсулиране, Капсулиращ, Encapsulation, Капсулацията
εγκλεισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інкапсуляцыя, інкаплюсацыя
εγκλεισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Encapsulation, Kapseldamine, Kapseldus, Kapseldamist, Kapseldumine
εγκλεισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inkapsulacija, Kapsuliranje, ovijanje, enkapsulacija, enkapsuliranje
εγκλεισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjúpun, hylkjunarvél, hjúpunarskilvirkni
εγκλεισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Kapsuliuoti, hermetizuoti, kapsuliavimą, Inkapsuliacija, kapsuliavimas
εγκλεισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iekapsulēšana, ied, iekapsulēšanu, iekapsulēšanas, iekapsulēšanai
εγκλεισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
херметичка, енкапсулација, на херметичка
εγκλεισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încapsulare, de încapsulare, încapsularea, Incapsularea, de incapsulare
εγκλεισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ograjevanje, Encapsulation, inkapsulacijo, inkapsuliranje, inkapsulacijsko
εγκλεισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zapuzdrenie, Zapúzdrenie, zapuzdrenia, zapúzdrenia, zapúzdrení
Τυχαίες λέξεις