Λέξη: πρώιμος
Σχετικές λέξεις: πρώιμος
πρώιμοσ κωνσταντίνοσ, πρώιμος γραμματισμός, πρώιμοσ συνώνυμα, πρώιμος μεσαίωνας, πρώιμος ευκλείδης, πρώιμος αντωνυμο, πρώιμος χριστιανικός ασκητισμός, πρώιμος συνώνυμο, πρώιμος καρκίνος του μαστού, πρώιμος αλφαβητισμός
Συνώνυμα: πρώιμος
πρόωρος
Μεταφράσεις: πρώιμος
πρώιμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
early, premature
πρώιμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
temprano, pronto, temprana, principios de, precoz
πρώιμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baldig, dürr, zeitig, früh, frühzeitig, frühen, Anfang
πρώιμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tôt, hâtif, anticipé, primitif, matinal, prématuré, précoce, début, début de, au début
πρώιμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mattiniero, presto, precoce, primi, primo, inizi
πρώιμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
precoce, prematuro, cedo, orelha, ouvido, início, início de, inicial
πρώιμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vroegtijdig, vroeg, pril, vroege, begin, begin van
πρώιμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ранний, преждевременный, рано, досрочный, преждевременно, скороспелый, начале, раннего, в начале, раннее
πρώιμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tidlig, begynnelsen, begynnelsen av, tidlig i, tidlige
πρώιμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tidig, tidigt, början, början av, tidiga
πρώιμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varhain, aikainen, aikaisin, varhainen, alussa, varhaisessa
πρώιμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tidlig, tidligt, begyndelsen, begyndelsen af, tidlige
πρώιμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brzy, včasný, předčasný, časný, raný, časně, včasného, včasné, rané
πρώιμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedwczesny, przedwcześnie, wczesnochrześcijański, rychły, dawny, wcześnie, wczesny, ranny, na początku, wczesnego
πρώιμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korán, korai, elején, kora, a korai
πρώιμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ir, erken, ilk, başlarında, başında, erken bir
πρώιμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ранній, рано, зарано
πρώιμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpejt, herët, në fillim, fillim, fillim të, hershme
πρώιμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ранен, рано, началото на, ранно, ранна
πρώιμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рана, раней, рано
πρώιμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varajane, ammune, varane, varakult, vara, alguses
πρώιμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rano, brzo, raniji, daljinsko, ranog, početkom, rani, ranije, ranim
πρώιμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snemma, árla, snemma á, byrjun, snemmt, fljótt
πρώιμος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mane
πρώιμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anksti, pradžioje, anksčiau, ankstyvo, ankstyvas
πρώιμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agrs, agri, sākumā, agrīnās, agrīnā, agrīna
πρώιμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рано, на почетокот, почетокот, почетокот на, рана
πρώιμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
devreme, timpuriu, timpurie, precoce, începutul anului
πρώιμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
časna, brzd, zgodaj, zgodnji, predčasno, zgodnje, zgodnjega
πρώιμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skorý, časný, skoro, čoskoro, rýchlo, onedlho
Τυχαίες λέξεις