Λέξη: σκλάβος

Σχετικές λέξεις: σκλάβος

σκλάβος σου για πάντα, σκλάβοσ αθανάσιοσ τόμμυ, σκλάβος δημήτρης, σκλάβος ταινία, σκλάβος βαγγέλης, σκλάβος αβεε, σκλάβος παντελής, σκλάβος σωκράτης, σκλάβος είναι αυτός που περιμένει να έρθει κάποιος να τον ελευθερώσει, σκλάβοσ γεράσιμοσ, 12 χρόνια σκλάβος

Μεταφράσεις: σκλάβος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slave, a slave, slave to
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esclavo, siervo, esclava, esclavos, de esclavos, esclavo de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lastenträger, sklavin, kuli, sklave, diener, Sklave, Sklavin, Slave
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
esclave, esclaves, l'esclave, slave, traite
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schiavo, schiavi, schiava, Slave, servo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chacinar, cativo, escravo, escravos, escrava, de escravos, slave
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaaf, slavin, slave, slaven
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
робот, раб, раба, невольник, работяга, рабыня, труженик, рабом, ведомый, ведомого
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slave, trell, slaven
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slav, slaven, slave, slav-
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orja, kauko-ohjattu, slave, orjan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slave, slaven, træl
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otrok, otrokem, Slave, otroky, s otroky
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewolnik, niewolnica, niewolnikiem, Slave, niewolnikami
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rabszolga, szolga, Slave, a slave
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köle, slave, bağımlı, kölesi, ikincil
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
раб, робот, роб, рабе, слуга
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rob, skllav, skllavi, robi, rob i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раб, роб, роби, робиня, слуга, робски
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раб, слуга, рабе, нявольнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ori, slave, alluv, orja, alam
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raditi, podređen, pomoćni, rob, podčinjen, sluga, slave, robova, podređeni, robljem
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þræll, ambátt, púkinn, þrællinn, þjónn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mancipium, servus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vergas, vergais, vergų, slave, vergu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vergs, verdzene, vergu, kalps, slave
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
роб, робинка, робови, заведување, роб на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rob, sclav, slave, sclavi, cu sclavi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otrok, slave, suženj, sužnji, podrejeni, pomožna enota
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otrok, sluha, služobník, otroka

Στατιστικά δημοτικότητας: σκλάβος

Τυχαίες λέξεις