Practical στα ελληνικά
Μετάφραση: practical, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aortic στα ελληνικά - αορτικός, αορτής, αορτικής, αορτική, αορτικού
- assistants στα ελληνικά - βοηθούς, βοηθοί, βοηθών, των βοηθών, τους βοηθούς
- catholicism στα ελληνικά - καθολικισμός, καθολικισμού, καθολικισμό, τον καθολικισμό
Τυχαίες λέξεις
Practical στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
Μεταφράσεις: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά