Λέξη: ζήτημα

Σχετικές λέξεις: ζήτημα

ζήτημα ζωής και θανάτου (1973), ζήτημα ζωής και θανάτου makropoulos, ζήτημα χρόνου 1989, ζήτημα ζωής και θανάτου νικος μακροπουλος, ζήτημα ζωής και θανάτου ταινία, ζήτημα τιμής, ζήτημα συνώνυμα, ζήτημα ζωής και θανάτου μακροπουλος, ζήτημα ζωής και θανάτου στιχοι, ζήτημα του filioque

Συνώνυμα: ζήτημα

περίπτωση, υπόθεση, κατάσταση, ιστορικό, πτώση, έκδοση, τεύχος, έξοδος, έκβαση, γένος, θέμα, ύλη, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο, υπήκοος, υποκείμενο, ερώτηση, απορία, πρόβλημα, συζήτηση

Μεταφράσεις: ζήτημα

ζήτημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
question, issue, matter, topic, subject

ζήτημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interrogación, interrogar, preguntar, cuestionar, pregunta, demanda, problema, cuestión, tema, asunto, emisión

ζήτημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erkundigung, abfrage, anzweifeln, vernehmen, fragestellung, fragen, verhören, verhör, problem, befragen, frage, ausgabe, Problem, Frage, Thema, Problem zu

ζήτημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
interrogatoire, doute, questionner, interrogation, questionnons, interroger, contester, questionnez, disputer, questionnent, question, demande, problème, numéro, émission, cause

ζήτημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esaminare, richiesta, chiedere, questione, domanda, problema, rilascio, numero, emissione

ζήτημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interrogação, questionar, pergunta, questão, problema, emissão, edição, assunto

ζήτημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwestie, ondervragen, vraag, vraagstuk, navraag, probleem, afgifte, uitgifte, uitgave

ζήτημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сомневаться, расспрашивать, опрашивать, вопрос, проблема, допрос, допросить, вопрошать, допрашивать, сомнение, спрашивать, дело, выпуск, вопросом, проблемой

ζήτημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forespørsel, spørsmål, problemet, utstedelse, sak, problem, spørsmålet

ζήτημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fråga, emission, frågan, utfärdandet, problem

ζήτημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asia, kuulustelu, kuulustella, perätä, kysymys, kyseenalaistaa, kyseleminen, urkkia, ongelma, kysymystä, ongelman

ζήτημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forespørgsel, spørgsmål, problem, emne, spørgsmålet, udstedelse

ζήτημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dotaz, zkoušet, otázka, pochybnost, vyslýchat, problém, vydání, číslo, otázkou

ζήτημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątpliwość, zagadnienie, kwestia, zagwozdka, odpytywać, przepytać, podważać, pytanie, zakwestionować, pytać, mowa, zapytanie, przesłuchać, zastrzeżenie, kwestionować, wątpić, problem, wydanie, emisja

ζήτημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétség, kérdés, kérdést, probléma, kérdése, kérdését

ζήτημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sorun, sorunu, konu, bir sorun

ζήτημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розшук, проблема, проблему

ζήτημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pyetje, pyes, çështje, çështja, çështje e, problem, çështja e

ζήτημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
издаване, емисия, въпрос, проблем

ζήτημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праблема

ζήτημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlema, küsimus, teema, küsimust, küsimuses, väljaandmise

ζήτημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pitanje, sumnjati, pitati, saslušavati, problem, pitanja pronalaska, tema, pitanju

ζήτημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spurning, mál, málið, tölublað, útgáfu, málefni

ζήτημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
problema, klausimas, emisija, išleidimas, išduoti

ζήτημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
problēma, jautājums, izdevums, izdot, jautājumu

ζήτημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прашање, прашањето, проблем, издавање, ова прашање

ζήτημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întrebare, interoga, emisiune, problemă, cauză, chestiune, litigiu

ζήτημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vprašanje, izdaja, problem, izdajo

ζήτημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otázka, námietka, dotaz, problém, problémom, ich, problému, problémy

Στατιστικά δημοτικότητας: ζήτημα

Τυχαίες λέξεις