Prevaricate στα ελληνικά

Μετάφραση: prevaricate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεκφεύγω, στρεψοδικώ, υπεκφυγές, με υπεκφυγές, παραποιώ
Prevaricate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amateurish στα ελληνικά - ερασιτεχνικός
  • belying στα ελληνικά - διαψεύδοντας, διαψεύδουν, Αντίθετα από, Αντίθετα από το
  • celled στα ελληνικά - μονοκύτταροι, μονοκύτταρο, θείσες, κυψελίδας, κυψέλης
Τυχαίες λέξεις
Prevaricate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεκφεύγω, στρεψοδικώ, υπεκφυγές, με υπεκφυγές, παραποιώ