Λέξη: μποϋκοτάρω
Συνώνυμα: μποϋκοτάρω
αποφεύγω να αγοράσω εμπόρευμα, μπουκοτάρω
Μεταφράσεις: μποϋκοτάρω
μποϋκοτάρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boycott
μποϋκοτάρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boicot, boicoteo, boicotear, el boicot, boicot a
μποϋκοτάρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
boykottieren, boykott, Boykott, Boykotts
μποϋκοτάρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boycottons, boycotter, boycottez, boycottent, boycottage, boycott, le boycott, au boycott
μποϋκοτάρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boicottare, boicottaggio, il boicottaggio, di boicottaggio, al boicottaggio
μποϋκοτάρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boicotar, boicotear, boicote, de boicote, boycott, o boicote
μποϋκοτάρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boycotten, boycot, de boycot, boycot van, boycott
μποϋκοτάρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бойкот, бойкотировать, бойкота, бойкоте, бойкоту
μποϋκοτάρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
boikotte, boikott, boikotten
μποϋκοτάρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bojkott, bojkotten, bojkotta
μποϋκοτάρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
boikotoida, saarto, boikotti, boikotin, boikottiin, boikottia, boikotista
μποϋκοτάρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
boykot, boykotten, boykotte
μποϋκοτάρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bojkot, bojkotovat, bojkotu, bojkotu těchto voleb, bojkotu těchto voleb ze
μποϋκοτάρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bojkot, bojkotować, zbojkotować, bojkotu, bojkotem, Zbojkotowanie, bojkot ten
μποϋκοτάρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bojkott, bojkottot, bojkottja, bojkottját, a bojkott
μποϋκοτάρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boykot, boykotu, boykotun
μποϋκοτάρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бойкот, бойкотувати
μποϋκοτάρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bojkotim, bojkoti, bojkot, bojkotimi, bojkotit
μποϋκοτάρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бойкот, бойкота, бойкотиране, бойкотира
μποϋκοτάρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
байкот
μποϋκοτάρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
boikott, boikoteerima, boikoti, boikotti, boikoteerimise
μποϋκοτάρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bojkotirati, bojkot, kako bojkot, bojkota, bojkotom, bojkot koji
μποϋκοτάρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sniðganga
μποϋκοτάρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
boikotas, boikoto, boikotuoti, boikotą
μποϋκοτάρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
boikots, boikotu, boikotēt, boikota, boikotēšana
μποϋκοτάρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бојкотот, бојкот, бојкот на, бојкотот на, бојкот од
μποϋκοτάρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
boicot, boicotul, boicotarea, boicotului, boicotare
μποϋκοτάρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bojkot, bojkota, bojkot volitev, bojkotu, bojkotirali
μποϋκοτάρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bojkot, bojkoty, bojkotu, bojkotovanie