Primary στα ελληνικά

Μετάφραση: primary, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώτος, πρωταρχικός
Primary στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assisting στα ελληνικά - βοηθώντας, παροχή βοήθειας, την παροχή βοήθειας, επικουρεί, βοηθήσει
  • barricade στα ελληνικά - οδόφραγμα, φράσσω
  • bothered στα ελληνικά - ενοχλούνται, ενόχλησε, ενοχληθεί, ενοχλείται, τον κόπο
Τυχαίες λέξεις
Primary στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώτος, πρωταρχικός