Λέξη: καλλιεργημένος

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα

Συνώνυμα: καλλιεργημένος

μορφωμένος, εξευγενισμένος

Μεταφράσεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refined, sophisticated, cultured, cultivated, educated

καλλιεργημένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exquisito, culto, cultivaron, cultivadas, culta, cultivada

καλλιεργημένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raffiniert, verfeinert, fortgeschritten, kultiviert, gezüchtet, kultivierten, kultivierte, gezüchteten

καλλιεργημένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
distingué, subtil, raffina, élégant, raffiné, raffinée, sophistiqué, délicat, raffinâmes, raffinai, tendre, perfectionné, fignolée, raffinées, ingénieux, cultivé, culture, cultivées, en culture, cultivés

καλλιεργημένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fine, colto, colta, coltivate, coltura, in coltura

καλλιεργημένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuligem, sofisticado, culto, cultivadas, cultura, cultivados, cultivado

καλλιεργημένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
iel, kies, geraffineerd, gevoelig, delicaat, fijn, ontwikkeld, gekweekt, gekweekte, in cultuur, beschaafde

καλλιεργημένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опытный, подделанный, усовершенствованный, поддельный, изощренный, обманчивый, складной, подложный, замысловатый, очищенный, сложный, усложненный, утонченный, изысканный, рафинированный, фальсифицированный, культурный, культивировали, культивируют, культивировали в, культивируют в

καλλιεργημένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kultivert, cultured, dyrket, dyrkes, kulturperler

καλλιεργημένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
odlade, odlades, odlas, odlad, odlings

καλλιεργημένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
konstikas, hieno, hiottu, jalostettu, herkkä, sofistikoitu, hienostunut, edistynyt, älykäs, viljelty, viljeltiin, viljellään, viljellyt, viljellyistä

καλλιεργημένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyrket, dyrkes, dyrkede, kulturperler, dyrkedes

καλλιεργημένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důmyslný, uhlazený, kultivovaný, kultivovány, kultivují, pěstovány, kultivovaly

καλλιεργημένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
finezyjny, wytworny, wyrafinowany, nobliwy, dystyngowany, wymyślny, sztuczny, wykształcony, hodowano, hodowane, hoduje, hoduje się

καλλιεργημένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tapasztalt, hamisított, finomított, kifinomult, kitanult, elferdített, meghamisított, affektált, kulturált, tenyésztett, tenyésztjük, tenyésztettük, tenyésztettünk

καλλιεργημένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kültürlü, kültür, kültüre, kültürlenmiş, kültürlenmiştir

καλλιεργημένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підроблений, вдосконалювати, очистити, досвідчений, вдосконалити, очищати, природності, оманливий, культурний, культурна, культурне

καλλιεργημένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kulturuar, kulturuar, të kulturuar, e kulturuar, kultivohen

καλλιεργημένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
култивиран, култивирани, култивират, култивирана, се култивират

καλλιεργημένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
культурны

καλλιεργημένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keeruline, rafineeritud, kultiveeritud, kultiveeriti, kasvatati, kasvatatud, kasvatatakse

καλλιεργημένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rafiniran, profinjen, vješt, uglađen, oplemenjen, kulturan, kultivirane, uzgajane, uzgojene, kultivirani

καλλιεργημένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræktuðum, ræktuð, ræktaðar, ræktaðist, ræktaðar eru

καλλιεργημένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kultūringas, kultivuojamos, auginamos, kultivuoti, išauginti

καλλιεργημένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kulturāls, inteliģents, kultivētas, audzēti, kultivētām

καλλιεργημένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
култивиран, образован, култивирани, одгледувани, културни

καλλιεργημένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cult, cultivate, cultivat, cultură, cultivată

καλλιεργημένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kultivirani, kultivirali, kulturen, kultiviran, vzgojeni

καλλιεργημένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náročný, kultivovaný, rafinovaný, kultivovany, kultivované
Τυχαίες λέξεις