Λέξη: προστριβή

Σχετικές λέξεις: προστριβή

προστριβή συνώνυμα, υπακρωμιακή προστριβή

Συνώνυμα: προστριβή

τριβή, τρίβων, παρεξήγηση

Μεταφράσεις: προστριβή

προστριβή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
friction, rubbing, trituration, impingement, chafing

προστριβή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fricción, rozamiento, la fricción, de fricción, fricciones

προστριβή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reibung, friktion, reibungskraft, Reibung, Reibungs, die Reibung, Friktion

προστριβή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frottement, froissement, friction, attrition, tiraillements, la friction, frottements, frictions

προστριβή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frizione, attrito, di attrito, l'attrito, attriti

προστριβή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afligir, fricção, desafinar, atrito, de atrito, de fricção, o atrito

προστριβή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wrijving, frictie, de wrijving, wrijving te

προστριβή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
растирание, трение, трения, трением, фрикционный

προστριβή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gnidning, friksjon, friksjons, friksjonen

προστριβή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
friktion, friktions, friktionen

προστριβή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eripura, hankaus, kitka, eripuraisuus, hieronta, kitkaa, kitkan, hankauksen, kitkasta

προστριβή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
friktion, gnidning, frottering, friktionen, gnidninger

προστριβή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
třenice, masáž, tření, třecí, třením, třecího

προστριβή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
natarcie, tarcie, tarcia, cierne, cierny, ciernego

προστριβή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
súrlódás, bedörzsölés, széjjeldörzsölés, súrlódási, súrlódást, súrlódó, súrlódású

προστριβή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürtünme, sürtünmeli, friksiyon, sürtünmesi, bir sürtünme

προστριβή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тертя, розтирати, утрачати, втрачати, розбіжності

προστριβή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fërkim, fërkime, fërkimi, fërkimit, fërkimet

προστριβή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
триене, триенето, на триене, търкания

προστριβή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трэнне, шараванне

προστριβή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõõrumine, hõõrdumine, hõõrdumise, hõõrdumist, hõõrdumisega, hõõrdumisest

προστριβή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nesloga, trenje, trvenje, trenja, trenjem, tarni, tarnim

προστριβή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
núning, Núningskraftur, núningur, árekstrum, núningi

προστριβή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trintis, trinties, trintį, trinčiai, frikcinės

προστριβή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
berze, berzes, berzi, frikcijas, berzei

προστριβή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
триење, триењето, на триење, фрикционите, напнатост

προστριβή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frecare, de frecare, fricțiune, frecarea, frictiune

προστριβή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trenja, trenje, torni, trenjem, trenju

προστριβή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trenie, trenia, treniu, trení, trením
Τυχαίες λέξεις