Punctuate στα ελληνικά

Μετάφραση: punctuate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στίζω, υπογραμμίζω, τονίζω, στικτή, Στίξη
Punctuate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • armenian στα ελληνικά - αρμενικός, Αρμενίων, των Αρμενίων, αρμενική
  • averagely στα ελληνικά - μέτρια, κατά μέσο όρο, μετρίως, σε μέτρια
  • banged στα ελληνικά - χτυπούσαν, χτύπησε, κτύπησε, χτυπούσαν τα, χτύπησε το
  • boa-constrictor στα ελληνικά - Boa, Μπόα, Μποα, μποά, βοάς
Τυχαίες λέξεις
Punctuate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στίζω, υπογραμμίζω, τονίζω, στικτή, Στίξη