Replete στα ελληνικά
Μετάφραση: replete, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, μεστός, γεμάτος, υπερπλήρης, γεμάτη, κορεσμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acidity στα ελληνικά - οξύτητα, οξύτητας, την οξύτητα, της οξύτητας, η οξύτητα
- associating στα ελληνικά - συμμετοχή, συνδέοντας, συνδέει, συνδέουν, τη συμμετοχή
- azimuth στα ελληνικά - αζιμούθιο, αζιμουθίου, αζιμούθιου, το αζιμούθιο, του αζιμουθίου
Τυχαίες λέξεις
Replete στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, μεστός, γεμάτος, υπερπλήρης, γεμάτη, κορεσμένη
Μεταφράσεις: πλήρης, μεστός, γεμάτος, υπερπλήρης, γεμάτη, κορεσμένη