Λέξη: αλληγορικός
Σχετικές λέξεις: αλληγορικός
αλληγορικός λεξικο, αλληγορικός ετυμολογία, αλληγορικός λογος
Συνώνυμα: αλληγορικός
μεταφορικός
Μεταφράσεις: αλληγορικός
αλληγορικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
allegoric, allegorical, metaphorical, an allegorical
αλληγορικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alegórico, alegórica, alegóricos, alegóricas, alegoría
αλληγορικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
allegorisch, allegorischen, allegorische, allegorischer, allegorisches
αλληγορικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allégorique, allégoriques, allégorie, allégorique de
αλληγορικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allegorico, allegorica, allegorici, allegoriche, allegoria
αλληγορικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alegórico, alegórica, alegóricos, alegóricas, alegoria
αλληγορικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
allegorisch, allegorische, allegorie, de allegorische, zinnebeeldig
αλληγορικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аллегорический, метафорический, иносказательный, аллегорическая, аллегорическое, аллегорические, аллегорическим
αλληγορικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
allegorisk, allegoriske, allegorical, billedlig, var allegorisk
αλληγορικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allegorisk, allegoriska, allegorical, allegoriskt, en allegorisk
αλληγορικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vertauskuvallinen, allegorinen, allegorista, vertauskuvallisesta, allegorisen
αλληγορικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
allegorisk, allegoriske, allegorical, et allegorisk, allegori
αλληγορικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
alegorický, jinotajný, alegorická, alegorické, alegorickým, alegorickou
αλληγορικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
alegoryczny, alegoryczne, alegorycznego, alegoryczna, allegorical
αλληγορικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
allegorikus, allegórikus, az allegorikus, jelképes
αλληγορικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alegorik, alegorik bir, mecazi, kinayeli, allegorik
αλληγορικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
алегоричний, алегоричне, алегорична, аллегорический
αλληγορικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
alegorik, alegorike
αλληγορικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алегоричен, алегорична, алегорично, алегорични, алегоричната
αλληγορικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
алегарычны
αλληγορικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
allegooriline, allegoorilisest, allegoorilise, allegoorilised, allegoorilist
αλληγορικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amblem, alegorija, alegorijskom, alegorijski, alegoričan, alegorijska, manje jasni, alegorijsko
αλληγορικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
allegóríski
αλληγορικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alegorinis, alegorinių, Alegoryczny, alegorinę, Alegorisks
αλληγορικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alegorisks
αλληγορικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алегориски, алегориска, алегоричен, алегориско, алегорични
αλληγορικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alegoric, alegorică, alegorice, alegorica, alegorică a
αλληγορικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
alegorični, alegorična, alegoričen, alegorične
αλληγορικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
alegorický, alegorické
Τυχαίες λέξεις