Reticence στα ελληνικά
Μετάφραση: reticence, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ολιγολογία, επιφυλακτικότητα, εχεμύθεια, διστακτικότητα, απροθυμία, επιφυλάξεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aigrette στα ελληνικά - πτερό, λοφίο
- assist-starting στα ελληνικά - βοηθήσει, βοηθούν, να βοηθήσει, συνδράμουν, βοηθήσουν
Τυχαίες λέξεις
Reticence στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ολιγολογία, επιφυλακτικότητα, εχεμύθεια, διστακτικότητα, απροθυμία, επιφυλάξεων
Μεταφράσεις: ολιγολογία, επιφυλακτικότητα, εχεμύθεια, διστακτικότητα, απροθυμία, επιφυλάξεων