Λέξη: υπομονετικός

Σχετικές λέξεις: υπομονετικός

υπομονετικός συνωνυμα, υπομονετικός γάτος, υπομονετικόσ μετάφραση, υπομονετικός αγγλικά, υπομονετικόσ σαν

Συνώνυμα: υπομονετικός

ασθενής, υπομονητικός, νοσηλευόμενος, άρρωστος

Μεταφράσεις: υπομονετικός

υπομονετικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
patient, patience

υπομονετικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sufrido, paciente, pacientes, del paciente, los pacientes, el paciente

υπομονετικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geduldig, patient, Patient, Patienten, Patientin

υπομονετικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patient, malade, patients, des patients, patiente

υπομονετικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paziente, pazienti, del paziente, dei pazienti

υπομονετικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paciente, paciência, doente, pacientes, do paciente, doentes

υπομονετικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patiënt, zieke, geduldig, de patiënt, patiënten, patient

υπομονετικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пациент, терпеливый, больной, раненый, пациента, пациенту, терпеливы

υπομονετικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pasient, tålmodig, pasienten, pasientens

υπομονετικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tålamod, tålig, patient, patienten, patientens, patienter, tålmodig

υπομονετικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
potilas, sopuisa, kärsivällinen, potilaan, potilaalle, potilaiden

υπομονετικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tålmodig, patient, patienten, patientens

υπομονετικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nemocný, pacient, trpělivý, pacienta, trpěliví, pacientovi, pacientka

υπομονετικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cierpliwy, kuracjuszka, kuracjusz, pacjent, chory, pacjenta, cierpliwość

υπομονετικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
páciens, beteg, betegek, betegnek, beteget

υπομονετικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sabırlı, hasta, hastanın, hastada, hastaya

υπομονετικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пацієнт, хворий, терплячий, поранений, терпеливий

υπομονετικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i durueshëm, pacient, pacienti, durueshëm, pacientit

υπομονετικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пациент, търпелив, пациента, пациентите, на пациентите

υπομονετικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пацыент

υπομονετικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannatlik, patsient, patsiendi, patsiendile, patsientide, patsiendil

υπομονετικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pacijentu, uporan, strpljivim, pacijenta, pacijent, bolesnik, strpljivi

υπομονετικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjúklingur, sjúklingurinn, sjúklingi, sjúklingnum, sjúklinginn

υπομονετικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patiens

υπομονετικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ligonis, pacientas, pacientui, paciento, pacientų, kantrūs

υπομονετικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pacietīgs, pacients, pacientam, pacienta, pacietīgi

υπομονετικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пациентот, пациент, пациентите, трпеливи, пациенти

υπομονετικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pacient, pacientului, pacientul, pacienților, pacientilor

υπομονετικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bolnik, bolnika, pacient, potrpežljivi, bolniku

υπομονετικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemocný, pacient, pacientov, pacienta, pacienti
Τυχαίες λέξεις