Λέξη: αρχαιολογικός
Σχετικές λέξεις: αρχαιολογικός
αρχαιολογικός χώρος δίου, αρχαιολογικός χώρος δελφών, αρχαιολογικός χώρος ελευσίνας, αρχαιολογικός χώρος βούντενης, αρχαιολογικός χώρος νεμέας, αρχαιολογικός χώρος κνωσού, αρχαιολογικός χώρος μυκηνών, αρχαιολογικός χώρος κεραμεικού, αρχαιολογικός χώρος επιδαύρου, αρχαιολογικός χώρος μυστρά
Μεταφράσεις: αρχαιολογικός
αρχαιολογικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
archaeologist, archaeological, archeological, ancient, an archaeological, Archaelogical
αρχαιολογικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arqueólogo, arqueológico, arqueológica, arqueológicos, arqueológicas, arqueológico de
αρχαιολογικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
archäologisch, archäologischen, archäologische, archäologischer, Ausgrabungs
αρχαιολογικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
archéologue, archéologique, archéologiques, archéologie, archéologique de
αρχαιολογικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
archeologo, archeologico, archeologica, archeologici, archeologiche, archeologico di
αρχαιολογικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arqueológico, arqueológica, archaeological, arqueológicas, arqueológicos
αρχαιολογικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
archeologische, archeologisch, de archeologische, archeologie
αρχαιολογικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
археологический, археологические, археологических, археологическая, археологического
αρχαιολογικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arkeolog, arkeologisk, arkeologiske, Archaeological, Arkaeologisk, arkeologiske funn
αρχαιολογικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arkeologisk, arkeologiskt, arkeologiska, Archaeological
αρχαιολογικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkeologinen, arkeologisia, arkeologiset, arkeologisten, arkeologisen
αρχαιολογικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arkæologiske, arkæologisk, arkaeologisk, den arkæologiske
αρχαιολογικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
archeoložka, archeolog, archeologický, archeologické, archeologická, archeologickou, archeologického
αρχαιολογικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
archeolog, archeologiczny, archeologiczne, Archaeological, archeologicznych, archeologicznym
αρχαιολογικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
archeológus, régészeti, a régészeti, archeológiai
αρχαιολογικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arkeolojik, arkeoloji, arkeolojik sit, bir arkeolojik
αρχαιολογικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
археолог, археологічний, археологічна, археологічного
αρχαιολογικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arkeologjik, arkeologjike, arkeologjik i, arkeologjike e, arkeologjike të
αρχαιολογικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
археологически, археологическа, археологическо, археологическия, археологическото
αρχαιολογικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
археалагічны, археалягічны, археалагічны музей
αρχαιολογικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arheoloog, arheoloogiline, arheoloogilise, arheoloogilised, arheoloogiliste, arheoloogia
αρχαιολογικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
arheološki, arheološka, arheološko, arheološkog, arheološku
αρχαιολογικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fornfræðingur, fornleifar, fornminja, fornleifa-, Archaeological, fornleifarannsóknir
αρχαιολογικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
archeologinis, archeologijos, archeologinės, archeologiniai, archeologinių
αρχαιολογικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arheoloģisks, arheoloģijas, arheoloģisko, arheoloģiskais, arheoloģiskās
αρχαιολογικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
археолошки, археолошките, археолошка, археолошко, археолошкиот
αρχαιολογικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arheologic, arheologice, arheologică, arheologica, sarcină arheologică
αρχαιολογικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arheološko, arheološka, arheološki, arheološke, arheoloških
αρχαιολογικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
archeologický, archeologické, archeologicky
Στατιστικά δημοτικότητας: αρχαιολογικός
Τυχαίες λέξεις