Sceptic στα ελληνικά

Μετάφραση: sceptic, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικιστή, σκεπτικιστές, διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι, σκεπτική
Sceptic στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ameliorated στα ελληνικά - βελτιώνεται, βελτιώνονται, βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν
  • bluffer στα ελληνικά - μπλοφατζής, στις μπλόφες
  • cat-flea στα ελληνικά - γάτα, γάτας, cat, γάτες, της γάτας
  • cavetto στα ελληνικά - κοίλο πλαίσιο μήκους τεταρτημορίου
Τυχαίες λέξεις
Sceptic στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικιστή, σκεπτικιστές, διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι, σκεπτική