Self-sufficient στα ελληνικά

Μετάφραση: self-sufficient, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτάρκης, αυτάρκεις, αυτάρκη, αυτάρκεια, αυτάρκες
Self-sufficient στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abyssinia στα ελληνικά - Αβυσσινία, αβησσυνίας, Αβησσυνία, την Αβησσυνία, Αβυσσηνία
  • added στα ελληνικά - προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθενται, προστίθεται, πρόσθεσε
  • argument στα ελληνικά - λογομαχία, διαφωνία, επιχείρημα
Τυχαίες λέξεις
Self-sufficient στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτάρκης, αυτάρκεις, αυτάρκη, αυτάρκεια, αυτάρκες