Λέξη: σοφός

Σχετικές λέξεις: σοφός

σοφός κολωνάκι, σοφός ρούχα, σοφός δικηγορικό γραφείο, σοφός άνθρωπος, σοφός συνώνυμα, σοφός αλιβίζος, σοφός ετυμολογία, σοφός δικηγόρος, σοφός τσιμτσιλή, σοφός και συνεργάτες, θέμης σοφός

Συνώνυμα: σοφός

συνετός, φρόνιμος, λόγιος

Μεταφράσεις: σοφός

σοφός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wise, sage, savant, wise man, a wise

σοφός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prudente, sabio, discreto, sensato, sabia, sabios, racional

σοφός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weise, verständig, klug, weisen, kluge, weiser

σοφός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avisé, impertinent, genre, prudent, raisonnable, sage, sensé, sages, rationnelle, judicieux, sagesse

σοφός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
savio, ragionevole, saggio, saggia, saggi, sapiente

σοφός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sabedoria, ajuizado, sábio, prudente, sensato, sábia, sábios, wise

σοφός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstandig, wijs, vroed, wijze, wijzen, verstandige

σοφός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разумный, педагогичный, вещий, замысловатый, способ, знающий, рассудительный, благоразумный, расчетливый, умный, мудрый, глубокомысленный, осведомленный, мудрым, мудро, мудр, мудрые

σοφός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klok, kloke, klokt, lurt, vis

σοφός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klok, vis, klokt, kloka, vise

σοφός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viisas, järkevä, tapa, metodi, harkittu, viisasta, viisaita, järkevää, viisaat

σοφός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klog, vis, klogt, kloge, wise, vise

σοφός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
moudrý, rozumný, moudré, moudří, moudrá

σοφός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sposób, roztropny, mądry, rozumny, mądre, mądra, mądrym, mądrzy

σοφός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bölcs, bölcs dolog, bölcsek, okos, a bölcs

σοφός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıllı, bilge, akıllıca, wise, akıllıca bir

σοφός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мудрості, мудрий, мудра, мудру, Філософ, Гуру

σοφός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mençur, mençur, i urtë, e mençur, të urtë

σοφός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъдър, мъдри, мъдро, мъдра, Мъдрият

σοφός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мудры, Гуру, мудрый, мудрую

σοφός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tark, mõistlik, targad, targa, arukas

σοφός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mudrom, razborit, mudar, pametan, mudri, pametno, mudro, mudra

σοφός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vís, hygginn, vitur, skynsamlegt, ráðlegt, vitru

σοφός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapiens, prudens

σοφός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžūlus, išmintingas, protingas, Išminčius, protinga, išmintingą

σοφός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gudrs, nekaunīgs, bezkaunīgs, gudri, prātīgi, saprātīgi

σοφός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мудра, мудар, мудро, мудриот, мудри

σοφός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înţelept, impertinent, înțelept, înțeleaptă, înțelepți, intelept, inteleapta

σοφός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moder, pametno, wise, modri

σοφός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozumný, múdry, moudrý

Στατιστικά δημοτικότητας: σοφός

Τυχαίες λέξεις