Shorten στα ελληνικά
Μετάφραση: shorten, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bargainers στα ελληνικά - διαπραγματευτές
- carton στα ελληνικά - χαρτοκιβώτιο, χαρτοκιβωτίου, χάρτινα κουτιά, χάρτινων κουτιών, σε χάρτινα κουτιά
Τυχαίες λέξεις
Shorten στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί