Λέξη: λιμάνι

Σχετικές λέξεις: λιμάνι

λιμάνι πειραιά, λιμάνι ραφήνας, λιμάνι ηγουμενίτσας, λιμάνι θεσσαλονίκης, λιμάνι καβάλας, λιμάνι πάτρας, λιμάνι κέρκυρας, λιμάνι λαυρίου, λιμάνι της πάτμου, λιμάνι της αγωνίας

Συνώνυμα: λιμάνι

προκυμαία, εδώλιο δικαστήριου, λιμήν, φιλιστρίνι, συμπεριφορά, αριστερή πλευρά πλοίου, λιμένας, επίνειο

Μεταφράσεις: λιμάνι

λιμάνι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
harbour, port, harbor, seaport, the port, port of

λιμάνι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puerto, puerto de, el puerto, de puerto, del puerto

λιμάνι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
öffnung, hafen, schlitz, portwein, zufluchtsort, backbord, Anschluss, Port, Hafen

λιμάνι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
portuaire, nourrir, recours, porte, connexion, asile, bâbord, rade, receler, position, débarcadère, attitude, port, abri, porto, refuge, orifice, le port, ports

λιμάνι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
porto, porta, port, porta di, di porta

λιμάνι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrigo, porto, porta, porta de, da porta, de porta

λιμάνι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
port, haven, poort, de haven

λιμάνι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гавань, приют, убежище, выследить, прибежище, таить, отверстие, водиться, порт, портвейн, порта, портов, портом, порту

λιμάνι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
port, porten, havnen

λιμάνι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hamn, port, porten, hamnen

λιμάνι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hautoa, paapuuri, satama, elätellä, valkama, portti, satamaan, sataman, porttiin

λιμάνι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilflugtssted, havn, port, havnen, porten

λιμάνι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přístav, chovat, přístřeší, útočiště, postoj, dveře, brána, portu, přístavu, Port, přístavní

λιμάνι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
schronienie, wrota, przelot, postawa, żywić, twór, porto, wygląd, port, przystań, portowy, portu, w Port, portów

λιμάνι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
portói, oldalnyílás-fedél, rév, városkapu, ágyúlék, raktárnyílás, kikötő, port, kikötői, portot, porton

λιμάνι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
liman, bağlantı noktası, port, noktası, portu

λιμάνι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вистежити, гавань, водитись, вівсянки, водитися, порт, порту

λιμάνι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
port, portit, porti, port i, e portit

λιμάνι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пристанище, порт, пристанището, порта, пристанищното

λιμάνι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асачыць, прыстань, порт

λιμάνι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
portima, illuminaator, pakpoord, sadam, port, portvein, sadama, sadamas, sadamasse, porti

λιμάνι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lukom, ulaz, luku, utočište, lučke, luci, luke, pristanište, azil, luka, port, priključak

λιμάνι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bakborð, hafnarbær, höfn, Port, tengi, gátt

λιμάνι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
portus

λιμάνι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uostas, prieglobstis, uosto, uostų, prievadas, uoste

λιμάνι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patvērums, osta, ostas, ostu, ports, portu

λιμάνι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
порт, порта, пристаниште, портата, пристаништето

λιμάνι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
port, portul, portului, portuare, de port

λιμάνι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pristanišče, pristav, luka, port, Vrata, pristanišča, pristanišču

λιμάνι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prístav, prístave, prístavu, v prístave, prístavný

Στατιστικά δημοτικότητας: λιμάνι

Τυχαίες λέξεις