Λέξη: κράτηση

Σχετικές λέξεις: κράτηση

κράτηση εισιτηρίων, κράτηση 0 10 υπέρ της ενιαίας ανεξάρτητης αρχής δημοσίων συμβάσεων, κράτηση υπέρ της ενιαίας ανεξάρτητης αρχής δημοσίων συμβάσεων, κράτηση για υγειονομική περίθαλψη, κράτηση εισητηρίων κτελ, κράτηση 0 10 στις συμβάσεις, κράτηση εισιτηρίων οσε, κράτηση αεροπορικών εισιτηρίων χωρίς πιστωτική, κράτηση εισιτηρίων ryanair, κράτηση εισιτηρίου οσε

Συνώνυμα: κράτηση

αμπάρι, κύτος, πιάσιμο, σύλληψη, κτατητήριο, αφαίρεση, έκπτωση, συμπέρασμα, επαγωγή, πόρισμα, μνημονικό, φυλάκηση, επιφύλαξη, πράγμα επιφυλασσόμενο, κτήμα επιφυλασσόμενο

Μεταφράσεις: κράτηση

κράτηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
custody, reservation, hold, booking, book, detention

κράτηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guarda, reserva, custodia, arresto, detención, reservación, reservas, de reservas, la reserva

κράτηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
obhut, aufsicht, haft, reservat, voranmeldung, verwahrung, reservierung, aufbewahrung, gewahrsam, sorgerecht, arrest, reservation, bewachung, Reservierung, Buchung, Reservierungs, buchen, Buchungs

κράτηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prison, assistance, emprisonnement, détention, garde, arrêt, soin, réserve, aide, arrestation, violon, souci, tutelle, réservation, réserver, la réservation, de réservation

κράτηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arresto, detenzione, prenotazione, reservation, prenotazioni, di prenotazione, riserva

κράτηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reserva, prisão, reservas, reserva de, de reserva, solo reserva

κράτηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
arrestatie, aanhouding, bewaring, hechtenis, reservering, hoede, arrest, hoederecht, voorbehoud, reservatie, reserveren, reservering te

κράτηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опекунство, охрана, заточение, резервирование, охранение, предостережение, сохранение, броня, резервация, оставление, хранение, заповедник, опекун, опека, сдержанность, попечение, бронирование, бронирования, предварительный заказ, бронирования по отелям, оговорка

κράτηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reservasjon, bestilling, arrest, forbehold, reservasjoner, reservasjonen, reservere rom

κράτηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vårdnad, försvar, kvarsittning, arrest, reservation, bokning, reservationen, bokningen, boka rum

κράτηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lapsenhuolto-oikeus, varaus, pidätys, holhous, huostaanotto, tilaus, aresti, vankeus, ennakko-odotus, varauksen, varausta, varaukset, Varausaika

κράτηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbehold, reservation, reservationen, reservering, reservere

κράτηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výhrada, vazba, střežení, opatrování, vězení, starost, zajištění, rezervace, poručnictví, péče, úschova, rezervačním, rezervaci, Rezervační, rezervací

κράτηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piecza, ochrona, kustodia, nadzór, rezerwacja, zastrzeżenie, rezerwat, areszt, opieka, rezerwacji, rezerwację, rezerwacja za

κράτηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szobafoglalás, helyjegyváltás, foglalás, foglalási, fenntartás, A foglalási, fenntartással

κράτηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rezervasyon, rezervasyonu, rezervasyona, karşılaştırın

κράτηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доглядач, обурення, охорона, хоронитель, збереження, висновок, схов, укладання, бронювання, замовлення, бронюванні, забронювати, номери

κράτηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rezervim, rezervë, rezervimi, rezervimin, rezervime

κράτηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
резервация, резервацията, резерва, резервирането, направите резервация

κράτηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
браніраванне, браняванне

κράτηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahistus, ettetellimine, reserveerimine, eestkoste, reservaat, paeluss, hooldus, broneerimine, broneering, reservatsiooni, broneerimise

κράτηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tutor, ograđivanje, kustosa, kustos, prešućivanje, rezervacija, rezervaciju, za rezervaciju, rezervacije, rezervat

κράτηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hald, forræði, reservation, fyrirvara, fyrirvari, Pöntun, bókun

κράτηση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
custodia

κράτηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rezervavimas, rezervacija, išlyga, rezervavimo, Rezervacijos

κράτηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rezervēšana, rezervēšanas, rezervācija, atruna, rezervācijas

κράτηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
резервација, резерва, резервации, резервацијата, резервација на

κράτηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezervare, rezervare de, rezervat, rezervat la, de rezervare

κράτηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rezervacija, vaba, rezervacije, pridržek, rezervacij, Index

κράτηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zaistenie, rezervácie, rezervácia, rezerváciu, rezervovanie, rezervujte

Στατιστικά δημοτικότητας: κράτηση

Τυχαίες λέξεις